ακουστος

ακουστος
    ἀκουστός
    3
    [adj. verb. к ἀκούω См. ακουω] слышимый, (у)слышанный
    

(συρίγγων ἐνοπή HH.; μῦθοι Isocr.)

    οὐκ ἀ. Soph., Eur. — неслыханный, ужасный


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ακουστος" в других словарях:

  • ἀκουστός — heard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακουστός — –ή, ό (Α ἀκουστός, ή, όν) αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει αισθητός με την ακοή νεοελλ. 1. ξακουστός, φημισμένος, διάσημος 2. φρ. «έχω κάποιον ή κάτι ακουστά», γνωρίζω εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή κάτι αρχ. (με άρν.) αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ακουστός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που μπορεί ν ακουστεί: Ο λόγος του ήταν ακουστός και σ αυτούς που βρίσκονταν μακριά. 2. φημισμένος, ξακουστός: Αποφάσισαν τότε να πάνε σ έναν ακουστό γιατρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκουστόν — ἀκουστός heard masc acc sg ἀκουστός heard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστοῖς — ἀκουστός heard masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστοί — ἀκουστός heard masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστούς — ἀκουστός heard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστῆς — ἀκουστός heard fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστή — ἀκουστός heard fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστῷ — ἀκουστός heard masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσθ' — ἀκουστά̱ , ἀκουστής hearer masc nom/voc/acc dual ἀκουστά , ἀκουστής hearer masc voc sg ἀκουστά , ἀκουστής hearer masc nom sg (epic) ἀκουσταί , ἀκουστής hearer masc nom/voc pl ἀκουστά , ἀκουστός heard neut nom/voc/acc pl ἀκουστά̱ , ἀκουστός heard… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»